- ωνησείω
- Αεπιθυμώ να αγοράσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. -(η)σείω (πρβλ. πολεμ-ησείω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωνητιώ — άω, Α ὠνησείω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. ητιῶ (πρβλ. πασχ ητιῶ)] … Dictionary of Greek